Υπογονιμότητα: Ο άνδρας στο προσκήνιο.
Η απόκτηση παιδιών αποτελεί επιθυμία των περισσοτέρων ανθρώπων. Η πιθανότητα σύλληψης ενός φυσιολογικού ζεύγους που συνευρίσκεται ερωτικά και χωρίς τη λήψη προφυλακτικών μέτρων είναι 25% σε διάστημα ενός μήνα, 75% στο εξάμηνο και 90% στο έτος. Τα περισσότερα ζευγάρια, λοιπόν, συλλαμβάνουν μέσα σε ένα χρόνο, ένα όμως ποσοστό 10 έως 15% δεν το καταφέρνουν. Είναι γνωστό ότι η αναπαραγωγική ικανότητα είναι μέγιστη και για τους άντρες και για τις γυναίκες στην ηλικία των 24 ετών, ελαττώνεται δε προϊούσης της ηλικίας. Υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία του ζεύγους να επιτύχει κύηση που να οδηγήσει στη γέννηση ζωντανού βρέφους μετά την πάροδο ενός έτους ερωτικής επαφής χωρίς προφύλαξη. Τα ζευγάρια, που έχουν λιγότερα παιδιά από αυτά που επιθυμούν, παρουσιάζουν δευτεροπαθή υπογονιμότητα.
Στις μέρες μας είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο και συχνά θεωρείται αυτονόητο και από το ευρύ κοινό ότι για να επέλθει φυσιολογική γονιμοποίηση και στη συνέχεια κύηση πρέπει να είναι απολύτως υγιή και τα δύο μέρη του ζεύγους. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την άποψη που επικρατούσε για πολλά χρόνια, και ήθελε τις γυναίκες να φέρουν την αποκλειστική ευθύνη όταν το ζεύγος δεν μπορούσε να αποκτήσει τα παιδιά που επιθυμούσε, και κατά συνέπεια ο ιατρικός έλεγχος περιοριζόταν μόνο στη γυναίκα. Είναι αποδεδειγμένο ότι περίπου το ένα τρίτο των περιπτώσεων υπογονιμότητας οφείλεται αποκλειστικά σε παθολογία του άνδρα, ενώ σε ακόμη ένα τρίτο παρατηρείται αμοιβαία συμμετοχή ανδρικού και γυναικείου παράγοντα. Συνολικά, λοιπόν, στις μισές περιπτώσεις υπογονιμότητας υποκρύπτεται ανδρικός παράγοντας καθιστώντας την ιατρική εκτίμηση του άνδρα επιβεβλημένη με σκοπό την αναγνώριση και εν συνεχεία την αντιμετώπιση κάποιας συγκεκριμένης παθολογικής κατάστασης, την αιτιολογική δηλαδή θεραπεία του προβλήματος. Παρόλο που αυτό είναι εφικτό σε αρκετές περιπτώσεις, υπάρχουν άλλες που είναι αδύνατον. Οι εμπειρικές θεραπείες καθώς και οι τεχνικές υποβοηθούμενης γονιμοποίησης μπορούν να προσφέρουν στις περιπτώσεις αυτές.
Είναι σημαντική η διάκριση της ανδρικής υπογονιμότητας από τη στυτική δυσλειτουργία, αυτό που ο κόσμος βάρβαρα συχνά ονομάζει ανικανότητα. Η τελευταία κατάσταση αναφέρεται στις περιπτώσεις αυτές που ο άνδρας δεν καταφέρνει να έχει στύση επαρκή για να φέρει σε πέρας ικανοποιητικά μια σεξουαλική πράξη. Παραταύτα, το σπέρμα του μπορεί να είναι απολύτως φυσιολογικό και γόνιμο. Βεβαίως, αν η στυτική δυσλειτουργία παρεμποδίζει τη φυσιολογική εκσπερμάτιση εντός του γυναικείου κόλπου ή εκφράζεται με διαταραχές της εκσπερμάτισης (λ.χ. πρόωρος ή απούσα), μπορεί να αποτελέσει αιτία υπογονιμότητας. Είναι, φυσικά, αυτονόητο ότι πολλοί άνδρες που εμφανίζουν δυσκολία να αποκτήσουν παιδί με τη σύντροφό τους εμφανίζουν φυσιολογικότατη στύση και επιτυχημένη σεξουαλική ζωή.
Είναι πολλές οι παθήσεις που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα αιτιολογικά με την ανδρική υπογονιμότητα. Αφορούν παθολογικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη φυσιολογική παραγωγή και ωρίμανση του σπέρματος στους όρχεις ή την ομαλή και ακώλυτη μεταφορά αυτού μέσω της αποχετευτικής οδού του ανδρικού γεννητικού συστήματος. Οι οξείες ή χρόνιες φλεγμονές του ουροποιογεννητικού συστήματος, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, η κιρσοκήλη, η κρυψορχία, ο τραυματισμός ή η έκθεση των γεννητικών οργάνων σε τοξικούς παράγοντες ( λ.χ. ακτινοβολία, χημειοθεραπεία, φάρμακα, αλκοόλ, καπνός ), ο τραυματισμός της σπονδυλικής στήλης, οι χειρουργικές επεμβάσεις, συγγενείς κληρονομικές και ορμονικές παθήσεις, η απόφραξη της συνέχειας του γεννητικού συστήματος και οι ανοσολογικές διαταραχές αποτελούν κάποιες από τις πιο σημαντικές αιτίες υπογονιμότητας. Σε ένα αρκετά υψηλό ποσοστό, περίπου στο ένα τρίτο των περιπτώσεων, παρά τον ενδελεχή έλεγχο δεν αποκαλύπτεται κάποιος συγκεκριμένος αιτιολογικός παράγοντας και τότε μιλούμε για ιδιοπαθή υπογονιμότητα. Καθώς συντελείται πρόοδος στη γνώση της φυσιολογίας της ανδρικής αναπαραγωγικής λειτουργίας, νέες ερμηνείες προκύπτουν εξηγώντας ορθότερα και πληρέστερα τους μηχανισμούς της ανδρικής υπογονιμότητας, προσφέροντας, παράλληλα, τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης θεραπευτικής παρέμβασης.
Η ενδεδειγμένη προσέγγιση του ζευγαριού από τον ειδικό γιατρό είναι ευθεία, αντικειμενική και ευαίσθητη, λαμβάνοντας υπόψιν την ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση δύο ανθρώπων, συνήθως νέων και υγιών, που όμως αντιμετωπίζουν μια εμφανή οργανική δυσλειτουργία. Η στενή συνεργασία του ουρολόγου με το γυναικολόγο αλλά και άλλές ιατρικές ειδικότητες, όπως ο ενδροκρινολόγος και ο γενετιστής, συχνά είναι επιβεβλημένη. Το λεπτομερές ιστορικό και η κλινική εξέταση αποτελούν τα πρώτα στάδια της διερεύνησης της υπογονιμότητας.
Βασική εξέταση αποτελεί το «σπερμοδιάγραμμα», η ποσοτική και ποιοτική δηλαδή ανάλυση του σπέρματος. Είναι μια εξέταση απλή, ανώδυνη και φτηνή. Η σωστή λήψη, επεξεργασία και ερμηνεία του δίνει αναντικατάστατες πληροφορίες. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων ανδρικής υπογονιμότητας το σπερμοδιάγραμμα είναι παθολογικό. Κάποιες από τις βασικές διαταραχές του σπέρματος που μπορεί να αποκαλυφθούν είναι η ελάττωση του αριθμού των σπερματοζωαρίων (ολιγοσπερμία) ή ακόμη και απουσία τους (αζωοσπερμία) καθώς και διαταραχές της κινητικότητάς τους, ελάττωση (ασθενοσπερμία) ή και κατάργησή της (νεκροσπερμία). Η μορφολογία και το στάδιο ωρίμανσης των σπερματοζωαρίων είναι επίσης πολύ σημαντικές. Βεβαίως, αναλόγως των ευρημάτων ακολουθούν άλλες. ειδικές εργαστηριακές και παρακλινικές εξετάσεις. Οι καλλιέργειες σπέρματος, οι λειτουργικές δοκιμασίες (δοκιμασία τραχηλικής βλέννης, διεισδυτικότητας και προσκολλητικότητας), ο προσδιορισμός αντισπερμικών αντισωμάτων, ο ορμονικός, ο χρωμοσωμικός έλεγχος το υπερηχογράφημα οσχέου, ο απεικονιστικός έλεγχος, ακόμη και η βιοψία όρχεος αποτελούν κάποιες από αυτές τις απλές ή περισσότερο εξεζητημένες εξετάσεις που σκοπό έχουν τη λεπτομερή διερεύνηση και ανακάλυψη της αιτίας των διαταραχών του σπέρματος που διαπιστώθηκαν.
Η θεραπεία της ανδρικής υπογονιμότητας μπορεί να είναι δύσκολή και κάποιες φορές απογοητευτική. Δύσκολα υπάρχουν άμεσα αποτελέσματα και είναι αναγκαία η εμμονή στη θεραπεία επί μακρόν. Η θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική. Η συντηρητική περιλαμβάνει τη χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων, όπως ορμόνες, αντιβιοτικά, στεροειδή με στόχο τη βελτίωση του σπέρματος. Είναι προφανές ότι συγκεκριμένες ανατομικές ανωμαλίες, όπως η κιρσοκήλη, η κρυψορχία, η απόφραξη της αποχετευτικής οδού του όρχεως αντιμετωπίζονται με τις αντίστοιχες χειρουργικές επεμβάσεις. Οι μοντέρνες μικροχειρουργικές τεχνικές, με τη χρήση σύγχρονων μέσων, για παράδειγμα μικροσκοπίων, βελτιώνουν τα χειρουργικά αποτελέσματα κάνοντας εφικτή για παράδειγμα την αποκατάσταση της συνέχειας του σπερματικού πόρου ακόμη και σε καταστάσεις που είχε προηγηθεί απολίνωσή του. Παρολαυτά υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που ούτε τα φάρμακα ούτε οι χειρουργικές επεμβάσεις είναι αποτελεσματικές. Εδώ έχει θέση κάποια από τις ποικίλες μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, που βασίζονται στην αξιοσημείωτη πρόοδο της επιστημονικής γνώσης στο χώρο της βιολογίας της αναπαραγωγής. Οι τεχνικές αυτές παρακάμπτουν στο εργαστήριο συγκεκριμένα στάδια της γονιμοποίησης του ωαρίου, χωρίς να διορθώνουν την πραγματική βάση της διαταραχής. Τέτοιες είναι οι τεχνικές επεξεργασίας του σπέρματος και ενδομητρικής εγχύσεως (IUI), που συνήθως αποτελεί την αρχικά επιλεγόμενη μέθοδο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, η εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) και η τεχνική της ενδοκυτταροπλασματικής εγχύσεως (ICSI).
Ο ρόλος του γιατρού, που παρακολουθεί το υπογόνιμο ζευγάρι, είναι κεντρικός, το κατευθύνει στις απαραίτητες μόνο εξετάσεις και του προσφέρει θεραπευτικές λύσεις σεβόμενος το χρόνο, τον κόπο και τα έξοδα που απαιτούνται. Παράλληλα οφείλει να τους υπενθυμίζει διαρκώς, στην επίπονη προσπάθεια να αποκτήσουν το παιδί που ποθούν, το μήνυμα αισιοδοξίας που στις μέρες μας πηγάζει από την επιστημονική γνώση και πραγματικότητα: οι πιθανότητες ακολουθώντας τις σύγχρονες διαγνωστικές και θεραπευτικές ιατρικές μεθόδους είναι με το μέρος τους ακόμη, όμως, και όταν όλες οι προσπάθειες αποτύχουν, υπάρχουν πάντα οι εναλλακτικές λύσεις της λήψεως ξένου σπέρματος και της υιοθεσίας.